δάφνα

From LSJ

ἀνάγκᾳ δ' οὐδὲ θεοὶ μάχονται → but not even gods fight necessity (Simonides, fr. 37.1.29)

Source

French (Bailly abrégé)

dor. c. δάφνη.

English (Slater)

δάφνα bay δᾰφνᾳ τε χρυσέᾳ κόμας ἀναδήσαντες sc. the Hyperboreans (P. 10.40) ὅρπακἀγλαὸν δάφνας ὀχέοισα (cf. titulum a Snell e Proclo et Pausania suppletum: <Θηβαίοις δαφνηφορικὸν εἰς Ἰσμήνιον>) Παρθ. 2. . τὶν γὰρ εὔφρων ἕψεται πρώτα θυγάτηρ ὁδοῦ δάφνας εὐπετάλου σχεδὸν βαίνοισα πεδίλοις (δάφνας with σχεδὸν edd. vulg., walking in her sandals near the bay, i. e. the bay decorated κωπώ: with πεδίλοις Wil.) Παρθ. 2. 69.

Russian (Dvoretsky)

δάφνα: дор. = δάφνη.