δάφνα
From LSJ
French (Bailly abrégé)
dor. c. δάφνη.
English (Slater)
δάφνα bay δᾰφνᾳ τε χρυσέᾳ κόμας ἀναδήσαντες sc. the Hyperboreans (P. 10.40) ὅρπακἀγλαὸν δάφνας ὀχέοισα (cf. titulum a Snell e Proclo et Pausania suppletum: <Θηβαίοις δαφνηφορικὸν εἰς Ἰσμήνιον>) Παρθ. 2. . τὶν γὰρ εὔφρων ἕψεται πρώτα θυγάτηρ ὁδοῦ δάφνας εὐπετάλου σχεδὸν βαίνοισα πεδίλοις (δάφνας with σχεδὸν edd. vulg., walking in her sandals near the bay, i. e. the bay decorated κωπώ: with πεδίλοις Wil.) Παρθ. 2. 69.
Russian (Dvoretsky)
δάφνα: дор. = δάφνη.