δέκαθλο

From LSJ

Θεὸς συνεργὸς πάντα ποιεῖ ῥᾳδίως → Rem facile quamvis peragit adiutor deus → Wirkt Gott als unser Partner, macht er alles leicht

Menander, Monostichoi, 237

Greek Monolingual

το
αθλητικό αγώνισμα, σύνθετο από δρόμους, άλματα και ρίψεις.
[ΕΤΥΜΟΛ. < δέκα + άθλο «βραβείο, αγώνας». Εν αντιθέσει με το πένταθλο, που υπήρχε ήδη στην αρχαιότητα, το δέκαθλο είναι νεώτερο αγώνισμα].