δαδί

From LSJ

ἐπεὰν νῶτον ὑὸς δελεάσῃ περὶ ἄγκιστρον, μετιεῖ ἐς μέσον τὸν ποταμόν, ὁ κροκόδειλος ἵεται κατὰ τὴν φωνήν, ἐντυχὼν δὲ τῷ νώτῳ καταπίνει → when he has baited a hog's back onto a hook, he throws it into the middle of the river, ... the crocodile lunges toward the voice of a squealing piglet, and having come upon the hogback, swallows it

Source

Greek Monolingual

το (Α δᾳδίον, Μ δαδίν)
κομμάτι από ξύλο δέντρου, συνήθως ρητινοφόρου, το οποίο χρησιμεύει ως προσάναμμα
νεοελλ.
μικρή λαμπάδα
αρχ.
θεραπευτικό επίθημα που περιείχε ρετσίνι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μσν. δαδίν < αρχ. δᾳδίον, υποκορ. του δᾴς].