δαμί

From LSJ
Aristotle, Nicomachean Ethics, 5.30

Greek Monolingual

(Μ δαμίν) επίρρ.
λίγο, λιγάκι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < δαγμίον, υποκοριστικό του δαγμός ή οδαγμός ή αδαγμός «δάγκωμα» (πρβλ. ζωμός-ζωμίον, κορμός-κορμίον, ψωμός-ψωμίον). Αρχικά το επίρρ. δαμί χρησιμοποιούνταν για να δηλώσει μικρή μπουκιά ή δαγκωματιά].