δαυλί
From LSJ
προγράψαντες οὖν τά τε θεωρήματα καὶ τὰ ἐπιτάγματα τὰ χρεῖαν ἔχοντα εἰς τὰς ἀποδείξιας αὐτῶν μετὰ ταῦτα γραψοῦμές τοι τὰ προκείμενα → having therefore written at the beginning the theorems and the postulates that are necessary for their proofs, we will then write out for you the propositions
Greek Monolingual
το
1. μικρός δαυλός
2. φρ. «ξύλα, κούτσουρα, δαυλιά καμένα» — για όσους μιλούν ασυνάρτητα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < δαυλίον, υποκοριστικό του μσν. δαυλός (πρβλ. γαστρίονγαστρί, δαυκίονδαυκί, καρφίον-καρφί].