δειπνομανής
From LSJ
ἔκβαλε πρῶτον ἐκ τοῦ ὀφθαλμοῦ σοῦ τὴν δοκόν, καὶ τότε διαβλέψεις ἐκβαλεῖν τὸ κάρφος ἐκ τοῦ ὀφθαλμοῦ τοῦ ἀδελφοῦ σου → first take the plank out of your own eye, and then you will see clearly to remove the speck from your brother's eye
English (LSJ)
δειπνομανές, mad after eating, Tim016.1.
Spanish (DGE)
(δειπνομᾰνής) -ές
enloquecido por la comida, ansioso de comida Timo SHell.790.
German (Pape)
[Seite 540] ές, nach Gastmählern unsinnig lüstern, Timon. Phlias. bei Ath. IV, 162 f.
Greek (Liddell-Scott)
δειπνομᾰνής: -ές, ὁ ἀγαπῶν ἐμμανῶς τὰ δεῖπνα, Τίμων παρ’ Ἀθήν. 162F.
Greek Monolingual
δειπνομανής (-οῦς), -ές (Α)
αυτός που αγαπάει μανιωδώς τα δείπνα.