δελτίο

From LSJ

Καλὸν δὲ καὶ γέροντι μανθάνειν σοφά → Addiscere aliquid digna res etiam seni → Auch einem Greis ist etwas Weises lernen Zier

Menander, Monostichoi, 297

Greek Monolingual

το (AM δελτίον) δέλτος
μικρή δέλτος
νεοελλ.
1. έντυπο το οποίο παρέχει οδηγίες ή πληροφορίες για ορισμένο σκοπό («δελτίο απογραφής»)
2. (στα δικαστήρια) πίνακας τών υποθέσεων που πρόκειται να εκδικασθούν σε μια ορισμένη δικάσιμο
3. συνοπτική έκθεση κάποιας αρχής ή επιστημονικής οργανώσεως, που προορίζεται για ανακοίνωση («αστυνομικό δελτίο», «μετεωρολογικό δελτίο»)
4. στρ. «δελτίο πληροφοριών» — σημείωμα που στέλνει μεγάλη μονάδα στρατού σε μικρότερες με πληροφορίες σχετικές με τη δύναμη και τις κινήσεις του εχθρού καθώς και σχετικές οδηγίες δράσεως
5. «δελτίο ταυτότητας» — επίσημο έντυπο το οποίο πιστοποιεί την ιδιότητα ή την ταυτότητα του κατόχου
6. γενικός τίτλος άρθρων εφημερίδας ή περιοδικού ειδικού περιεχομένου («οικονομικό δελτίο»)
7. τίτλος περιοδικού που εκδίδεται από συγκεκριμένο σωματείο ή πραγματεύεται ειδικό θέμα («Δελτίο του Εκπαιδευτικού Ομίλου»)
8. σημείωση που γράφεται σε τετράπλευρο χαρτόνι ή κοινό χαρτί από ειδικό επιστήμονα και αναφέρεται σε ειδικό θέμα
9. «δελτίο τροφίμων» — έντυπο το οποίο επιτρέπει στον κάτοχο να αγοράζει τρόφιμα που δεν πουλιούνται ελεύθερα στην αγορά
10. α) «δελτίο εισόδου» — εισιτήριο, άδεια εισόδου (π.χ. σε νοσοκομείο)
β) «δελτίο εξόδου» — εξιτήριο
11. φρ. «του τά 'δωσε με το δελτίο» — του τά έδωσε μετρημένα και με δυσκολία.