δεξίμι
From LSJ
Ὦ ξεῖν’, ἀγγέλλειν Λακεδαιμονίοις ὅτι τῇδε κείμεθα τοῖς κείνων ῥήμασι πειθόμενοι. → Go tell the Spartans, stranger passing by, that here, obedient to their laws, we lie.
Ὦ ξεῖν’, ἀγγέλλειν Λακεδαιμονίοις ὅτι τῇδε κείμεθα τοῖς κείνων ῥήμασι πειθόμενοι. → Go tell the Spartans, stranger passing by, that here, obedient to their laws, we lie.
το
1. δώρο σταλμένο από κάποιον
2. στον πληθ. δεξίμια
δεξίματα, το δέξιμο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < (θ.) δεξ- (δέξιμος, δέξιμο) του δέχομαι.