δημόθρους

From LSJ

ὑπὸ δὲ οἴστρου ἀεὶ ἑλκομένη ψυχή → a soul always dragged along by the fury of passion

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δημόθρους Medium diacritics: δημόθρους Low diacritics: δημόθρους Capitals: ΔΗΜΟΘΡΟΥΣ
Transliteration A: dēmóthrous Transliteration B: dēmothrous Transliteration C: dimothrous Beta Code: dhmo/qrous

English (LSJ)

-ουν, contr. for δημόθροος.

French (Bailly abrégé)

ους, ουν :
att. c. δημόθροος.

Greek Monolingual

δημόθρους, -ουν (AM)
1. αυτός που συζητιέται στον λαό, ο περιβόητος
2. εκείνος που προκαλεί τη λαϊκή κατακραυγή.

German (Pape)

ουν, zsgzg. aus δημόθροος.