τῶν ἁλῶν συγκατεδηδοκέναι μέδιμνον → have eaten a bushel of salt together
η και το1. διάβαση2. πέρασμα.[ΕΤΥΜΟΛ. Ουσιαστικοποιημένος ρηματικός τύπος < μσν. διάβα < διάβα, προστακτική του διαβαίνω (πρβλ. το έβγα, το έμπα)].