διάβα

From LSJ

τῶν ἁλῶν συγκατεδηδοκέναι μέδιμνον → have eaten a bushel of salt together

Source

Greek Monolingual

η και το
1. διάβαση
2. πέρασμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ουσιαστικοποιημένος ρηματικός τύπος < μσν. διάβα < διάβα, προστακτική του διαβαίνω (πρβλ. το έβγα, το έμπα)].