διάτριχα
λόγῳ ἀναλίσκω τὸν χρόνον τῆς ἡμέρας → waste the day in idle talk, consume the duration of the day with talk
English (LSJ)
Adv. = τρίχα, in three divisions, three ways, usually written divisim in Hom., as Il.2.655; as one word, h.Cer.86, A.R.2.997.
Spanish (DGE)
• Morfología: [frec. divissim διὰ τρίχα]
adv. en tres partes δ. δασμὸς ἐτύχθη h.Cer.86, νεῖμαι Call.Iou.61, κατὰ φῦλα δ. ναιετάασκον A.R.2.997.
French (Bailly abrégé)
ou mieux διὰ τρίχα;
adv.
en trois parties, en trois.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
διά-τριχα, adv., in drieën, meestal διὰ τρίχα.
German (Pape)
dreifach; Il. 2.655 διάτριχα κοσμηθέντες, richtiger getrennt διὰ τρίχα, so daß διά zu κοσμηθέντες gehört, s. Scholl. Herodian. und vgl. Od. 9.157 διὰ δὲ τρίχα κοσμηθέντες. – H.h. Cer. 86 und sp.D., wie Ap.Rh. 2.997.
Russian (Dvoretsky)
διάτρῐχᾰ: тж. раздельно διὰ τρίχα adv. на три части Hom., HH.
Greek Monolingual
διάτριχα και διὰ τρίχα επίρρ. (Α) τρίχα
σε τρία μέρη, με τρεις τρόπους.
Greek Monotonic
διάτρῐχα: ή διὰτρίχα, επίρρ., = τρίχα, σε τρία μέρη, με τρεις τρόπους, σε Ομήρ. Ιλ.
Greek (Liddell-Scott)
διάτρῐχα: ἐπίρρ., =τρίχα, εἰς τρία μέρη, κατὰ τρεῖς τρόπους, Ἰλ.Β.655, κτλ· κάλλιον κατὰ διάστασιν γραφόμενον.
Middle Liddell
adverb[διὰ, τρίχα, adv.] = τρίχα
in three divisions, three ways, Il.