διακολυμβάω

From LSJ

μὴ μόνον τοὺς ἁμαρτάνοντας κόλαζε, ἀλλὰ καὶ τοὺς μέλλοντας κώλυε → punish not only those who do wrong, but those who intend to do so

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: διακολυμβάω Medium diacritics: διακολυμβάω Low diacritics: διακολυμβάω Capitals: ΔΙΑΚΟΛΥΜΒΑΩ
Transliteration A: diakolymbáō Transliteration B: diakolymbaō Transliteration C: diakolymvao Beta Code: diakolumba/w

English (LSJ)

dive and swim across, ἀπὸ τῶν πειρατῶν IG12(5).653.29 (Syros); πρός τινα Plb.5.46.8, cf. LXX 1 Ma.9.48, Palaeph.27; τὸν Τίβεριν D.S.14.116.

Spanish (DGE)

1 hacer una travesía a nado, irse nadando c. giro prep. εἴς τινα τόπον Palaeph.27, εἰς τὸ πέραν LXX 1Ma.9.48, πρὸς αὐτὸν ἀπὸ τῆς ... στρατοπεδείας Plb.5.46.8, ἀπὸ τῶν πειρατῶν IG 12(5).653.29 (Siro I a.C.), sin rég. περιτραπείσης δὲ τῆς νηὸς καὶ πάντων διακωλυμβώντων Aesop.75, cf. Cyr.H.Catech.5.7, Pall.H.Laus.19.2, Hsch.s.u. διανηξάμενοι, Sch.Pl.Phdr.264a.
2 tr. cruzar a nado τὸν Τίβεριν D.S.14.116.

German (Pape)

[Seite 582] durchschwimmen, Pol. 5, 46 u. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

διακολυμβάω: διαπερῶ κολυμβῶν εἰς τὸ ἀπέναντι μέρος, Συλλ. Ἐπιγρ. 2347c. 30, Πολύβ. 5. 46, 8.

Russian (Dvoretsky)

διακολυμβάω:
1 переправляться вплавь (πρός τινα Polyb.);
2 пересекать вплавь, переплывать (τὸν Τίβεριν Sext.).