διακόσμηση
From LSJ
ὅτι μέντοι καὶ ἡ χρῆσις τῶν τρόπων, ὥσπερ τἆλλα πάντα καλὰ ἐν λόγοις, προαγωγὸν ἀεὶ πρὸς τὸ ἄμετρον, δῆλον ἤδη, κἂν ἐγὼ μὴ λέγω → however, it is also obvious, even without my saying so, that the use of figures of speech, like other literary adornments, is something that has always tempted toward excess
Greek Monolingual
η (Α διακόσμησις, -εως) διακοσμώ
1. εξωραϊσμός, στολισμός
2. τακτοποίηση, διευθέτηση, διαρρύθμιση
3. ο διάκοσμος
αρχ.
(στους Πυθαγορείους και στους Νεοπλατωνικούς) η αρμονική και έρρυθμη διάταξη του σύμπαντος.