Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

διαμιμνήσκομαι

From LSJ
Sophocles, Antigone, 883

Greek Monolingual

διαμιμνήσκομαι (Α)
1. θυμάμαι, διατηρώ στη μνήμη μου
2. μνημονεύω, αναφέρω.

Greek Monotonic

διαμιμνήσκομαι: παρακ. -μέμνημαι, αποθ., διατηρώ ζωντανά στη μνήμη, σε Ξεν.

Middle Liddell

perf. -μέμνημαι
Dep. to keep in memory, Xen.