ἐν πίθῳ ἡ κεραμεία γιγνομένη → trying to run before you can walk, the potter's art starting on a big jar
Full diacritics: διαρρᾰχίζω | Medium diacritics: διαρραχίζω | Low diacritics: διαρραχίζω | Capitals: ΔΙΑΡΡΑΧΙΖΩ |
Transliteration A: diarrachízō | Transliteration B: diarrachizō | Transliteration C: diarrachizo | Beta Code: diarraxi/zw |
carve, Eub.15.4 (Pass.).
(διαρρᾰχίζω)
cortar, trinchar en v. pas. διερράχισται σεμνὰ δελφάκων κρέα Eub.14.4.
διαρρᾰχίζω: διασχίζω, διαχωρίζω, κόπτω, κατακόπτω, Εὔβουλ. Αὐγ. 1.