διατρυφέν
From LSJ
νέῳ δὲ σιγᾶν μᾶλλον ἢ λαλεῖν πρέπει → it's fitting for a young man to keep silence rather than to speak (Menander)
English (LSJ)
v. sub διαθρύπτω.
Spanish (DGE)
v. διαθρύπτω.
French (Bailly abrégé)
part. neutre ao.2 Pass. de διαθρύπτω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
διατρυφέν ptc. aor. pass. n. van διαθρύπτω.
Russian (Dvoretsky)
διατρῠφέν: Hom. part. pass. n к διαθρύπτω.
Greek (Liddell-Scott)
διατρῠφέν: ἴδε ἐν λ. διαθρύπτω.
English (Autenrieth)
see διαθρύπτω.
Greek Monotonic
διατρῠφέν: ουδ. μτχ. Παθ. αορ. βʹ του διαθρύπτω.