διευκολύνω
From LSJ
1. καθιστώ κάτι εύκολο
2. παρέχω τα μέσα ή δείχνω τον τρόπο για την ευκολότερη διεξαγωγή ενός έργου
3. βοηθώ κάποιον να αντιμετωπίσει μια δύσκολη κατάσταση προσφέροντάς του χρήματα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < διά + ευκολύνω. Η λ. μαρτυρείται από το 1857 στον Βλάσιο Σκορδέλη].