δικαιοπραγής
τὸ πεπρωμένον γὰρ οὐ μόνον βροτοῖς ἄφευκτόν ἐστιν, ἀλλὰ καὶ τὸν οὐρανόν ἔχουσι → fate is unavoidable not only for mortals, but also for those who hold the heavens
English (LSJ)
δικαιοπραγές, acting justly, PSI1.76.5 (vi A. D.), Sch.Ar.Av.1354, Suid. s.v. ἀντιπελαργεῖν.
Spanish (DGE)
-ές
que obra rectamente, de recta conducta, βασιλεία PSI 76.5 (VI d.C.), τὸ εὐῶδες ... ὑμῶν δικαιοπραγὲς πρόβλημα PMasp.5.7 (VI d.C.), fig. del comportamiento de algunos anim., Sch.Ar.Au.1354a, Sud.s.u. ἀντιπελαργεῖν
•neutr. compar. subst. sentido de la justicia αὐτῆς τὸ μισοπόνηρον ἐν ἅπασι καὶ πολ[υμ] ελὲς αὐτῆς δικαι[ο] πραγέστερον PMasp.279.11 (VI d.C.).
German (Pape)
[Seite 626] ές, gerecht handelnd, Suid.
Greek (Liddell-Scott)
δῐκαιοπραγής: -ές, δίκαια πράττων, δίκαιος, Σουΐδ. ἐν λέξει ἀντιπελαργεῖν.
Greek Monolingual
δικαιοπραγής, -ές (Α)
αυτός που ενεργεί δίκαια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < δίκαιον + -πραγής < θ. πραγ-, πρβλ. πράγ-μα (πράσσω / πράττω)].