δικαιοπραγώ

From LSJ

πωγωνοτροφία φιλόσοφoν οὐ ποιεῖ → a long beard does not make the philosopher

Source

Greek Monolingual

δικαιοπραγῶ (-έω) (Α) δικαιοπραγία
απονέμω δικαιοσύνη, ενεργώ δίκαια.