δικός

From LSJ

προγράψαντες οὖν τά τε θεωρήματα καὶ τὰ ἐπιτάγματα τὰ χρεῖαν ἔχοντα εἰς τὰς ἀποδείξιας αὐτῶν μετὰ ταῦτα γραψοῦμές τοι τὰ προκείμενα → having therefore written at the beginning the theorems and the postulates that are necessary for their proofs, we will then write out for you the propositions

Source

Greek Monolingual

και ιδικός και εδικός, -ή και -ιά, -ό (AM ιδικός, -ή, -όν)
ισοδυναμεί με κτητική αντωνυμία
1. συγγενής, οικείος, στενός φίλος
2. (με τις προσωπ. αντων. μου, σου, του ή της, μας, σας, τους) (για πρόσ.) συγγενής ή στενός φίλος, συνεργάτης κ.λπ.
3. (με το ουδ. άρθρου και την προσωπ. αντων.) το δικό μου, σου κ.λπ.
ιδιότητες που ανήκουν αποκλειστικά σε κάποιον («η καημένη η αλεπού τα δικά της δίνει αλλού»)
4. φρ. «έχει το δικό του» — έχει περιουσία.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. δικός < αρχ. ιδικός < ίδιος, ο διαλεκτ. τ. εδικός με παρετυμολογική επίδραση τών εμού, εσού].