δρησμοσύνη

From LSJ

εἰ γάρ κεν καὶ σμικρὸν ἐπὶ σμικρῷ καταθεῖο καὶ θαμὰ τοῦτ᾽ ἔρδοις, τάχα κεν μέγα καὶ τὸ γένοιτο → for if you add only a little to a little and do this often, soon that little will become great (Hesiod W&D, 361-362)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δρησμοσύνη Medium diacritics: δρησμοσύνη Low diacritics: δρησμοσύνη Capitals: ΔΡΗΣΜΟΣΥΝΗ
Transliteration A: drēsmosýnē Transliteration B: drēsmosynē Transliteration C: drismosyni Beta Code: drhsmosu/nh

English (LSJ)

ἡ,
A = δρηστοσύνη, δ. ἱερῶν care of the holy rites, h.Cer. 476.
II = δρασμός, Max.351.

Spanish (DGE)

-ης, ἡ huida Max.351, cf. δρασμός.
-ης, ἡ
celebración, cumplimiento ἱερῶν h.Cer.476, expl. como θεραπεία, ὑπηρεσία Hsch., EM 287.1G.

German (Pape)

[Seite 667] ἡ (δράω), der heilige Opferdienst, ἱερῶν H. h. Cer. 476. – Bei Sp. = δρησμός.

Russian (Dvoretsky)

δρησμοσύνη: (ῠ) ἡ HH = *δραστοσύνη.

Greek (Liddell-Scott)

δρησμοσύνη: ἡ, = δρηστοσύνη, Λατ. cultus, δρ. ἱερῶν, φροντίς, ἐπιμέλεια ἱερῶν τελετῶν, Ὕμν. Ὁμ. εἰς Δημ. 476. ΙΙ. δρασμός, Μάξιμ. π. καταρχ. 351.

Greek Monolingual

δρησμοσύνη, η (Α)
1. η δρηστοσύνη
2. η δραπέτευση.

Greek Monotonic

δρησμοσύνη: ἡ, = δρηστοσύνη, Λατ. cultus, σε Ομηρ. Ύμν.

Middle Liddell

δρησμοσύνη, ἡ, n = δρηστοσύνη
Lat. cultus, Hhymn.