δυσκολεύω

From LSJ

Ἔπαινον ἕξεις, ἂν κρατῇς, ὧν δεῖ κρατεῖν → Laus est, si, quibus est imperandum, tu imperes → Lob hast du, wenn du herrschst, worüber zu herrschen gilt

Menander, Monostichoi, 139

Greek Monolingual

και δυσκολεύγω
Ι. 1. καθιστώ κάτι δύσκολο, δυσχεραίνω
2. γίνομαι εμπόδιο, εμποδίζω
3. φέρνω αντιρρήσεις, αρνούμαι («αν τή 'ρεχτής και θέλης τη, ζιμιό να τσή μηνύσω, κι α δυσκολέψη, ζωντανή δε θε να τήν αφήσω», Ερωτόκρ.)
4. γίνομαι δύσκολος
5. αλλάζω γνώμη, μεταπείθομαι
II. (-ομαι)
1. διστάζω «δυσκολεύομαι να το πιστέψω»)
2. έχω οικονομικές δυσχέρειες («δυσκολεύομαι να τά πληρώσω»).