δυσκολεύω

From LSJ

Γράμματα μαθεῖν δεῖ καὶ μαθόντα νοῦν ἔχειν → Prudentia opus est, ubi didiceris litteras → Das Lesen lerne, Schreiben, und dann aufgepasst

Menander, Monostichoi, 96

Greek Monolingual

και δυσκολεύγω
Ι. 1. καθιστώ κάτι δύσκολο, δυσχεραίνω
2. γίνομαι εμπόδιο, εμποδίζω
3. φέρνω αντιρρήσεις, αρνούμαι («αν τή 'ρεχτής και θέλης τη, ζιμιό να τσή μηνύσω, κι α δυσκολέψη, ζωντανή δε θε να τήν αφήσω», Ερωτόκρ.)
4. γίνομαι δύσκολος
5. αλλάζω γνώμη, μεταπείθομαι
II. (-ομαι)
1. διστάζω «δυσκολεύομαι να το πιστέψω»)
2. έχω οικονομικές δυσχέρειες («δυσκολεύομαι να τά πληρώσω»).