δυσμίσητος
From LSJ
τούτου δὲ συμβαίνοντος ἀναγκαῖον γίγνεσθαι πάροδον καὶ τροπὰς τῶν ἐνδεδεμένων ἄστρων → but if this were so, there would have to be passings and turnings of the fixed stars
English (LSJ)
[ῑ], ον, much hated, Lyc. 841.
Spanish (DGE)
-ον muy odiado, detestado φάλαινα Lyc.841.
German (Pape)
[Seite 684] sehr gehaßt, Lycophr. 841.
Greek (Liddell-Scott)
δυσμίσητος: [ῑ], -ον, πολυμίσητος, Λυκόφρ. 841.
Greek Monolingual
δυσμίσητος, -ον (Α)
πολύ μισητός.