δυσφόρμιγξ
καὶ κεραμεὺς κεραμεῖ κοτέει καὶ τέκτονι τέκτων, καὶ πτωχὸς πτωχῷ φθονέει καὶ ἀοιδὸς ἀοιδῷ → and potter is ill-disposed to potter, and carpenter to carpenter, and the beggar is envious of the beggar, the singer of the singer
English (LSJ)
ιγγος, ὁ, ἡ, unlike the lyre, mournful, E.IT225 (lyr.).
Spanish (DGE)
-ιγγος
difícil de acompañar con la lira, e.e. triste, lúgubre ἄτα E.IT 225.
German (Pape)
[Seite 690] ιγγος, traurig (tönend); ἄτη Eur. I. T. 224.
French (Bailly abrégé)
ιγγος (ὁ, ἡ)
non accompagné des accents de la lyre ; triste, lamentable.
Étymologie: δυσ-, φόρμιγξ.
Greek Monolingual
δυσφόρμιγξ (-ιγγος), ο, η (Α)
φρ. «δυσφόρμιγξ ἄτη» — συμφορά που δεν ταιριάζει με τη χαρούμενη μουσική της φόρμιγγος, άξια για θρήνους, Ευρ.).
Greek Monotonic
δυσφόρμιγξ: -ιγγος, ὁ, ἡ, αυτός που δεν συμφωνεί με τη λύρα, δηλ. λυπητερός, θρηνητικός, σε Ευρ.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
δυσφόρμιγξ -ιγγος [δυσ-, φόρμιγξ] als adj. met slechte klanken van de lier (d.w.z. triest, ellendig).
Russian (Dvoretsky)
δυσφόρμιγξ: ιγγος adj. сопровождаемый не звуками форминги (а душераздирающими воплями) (ἄτη Eur.).
Middle Liddell
unsuited to the lyre, Eur.