δωρολήπτης
From LSJ
ἐν ταῖς ἀνάγκαις χρημάτων κρείττων φίλος → it is better in times of need to have friends rather than money, a friend in need is a friend indeed (Menander, Sententiae monostichoi 143)
English (LSJ)
δωρολήπτου, ὁ, greedy of gain, LXX Pr.15.27.
German (Pape)
[Seite 695] ὁ, der Geschenke annimmt, LXX.
Greek (Liddell-Scott)
δωρολήπτης: -ου, ὁ, δῶρα λαμβάνων, Ἑβδ. (Παροιμ. ιε΄, 27), Ἐκκλ.
Greek Monolingual
ο (AM δωρολήπτης)
1. αυτός που δέχεται δώρα
2. ο άπληστος για κέρδος, αυτός που δωροδοκείται.