εγχειρώ

From LSJ

Διάλυε, μὴ σύγκρουε μαχομένους φίλους → Iurgia amicorum solvas, haud intenderis → Den Streit von Freunden schlichte, fache ihn nicht an

Menander, Monostichoi, 122

Greek Monolingual

(AM ἐγχειρῶ, -έω)
νεοελλ.
διενεργώ εγχείρηση
αρχ.-μσν.
1. βάζω το χέρι μου πάνω σε κάποιον ή κάτι
2. επιχειρώ
αρχ.
1. επιτίθεμαι
2. αρχίζω θεραπεία.