εγωκεντρισμός

From LSJ

οὕτως ἐξ ἐχθρῶν αὐτοκτόνα πέμπετο δῶρα, ἐν χάριτος προφάσει μοῖραν ἔχοντα μόρου → thus mutual gifts that bring death were bestowed by enemies, gifts that brought the lot of death in the name of a favor

Source

Greek Monolingual

ο
ψυχοπαθολογική τάση να ανάγει κανείς τα πάντα στο άτομό του.
[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στα Ελληνικά ξεν. όρου (πρβλ. γαλλ. egocentrisme < λατ. ego + γαλλ. centre «κέντρο» + κατάλ. -isme)].