εισχωρώ

From LSJ

Ἀνὴρ ἀτυχῶν δὲ σώζεται ταῖς ἐλπίσιν → Presso miseria spes salus est unica → Allein die Hoffnung trägt den, der im Unglück ist

Menander, Monostichoi, 643

Greek Monolingual

(AM εἰσχωρῶ, -έω)
μπαίνω σε κάτι
νεοελλ.
1. προχωρώ στο εσωτερικό, βυθίζομαι
2. διαδίδομαι, εξαπλώνομαι
3. μπαίνω κάπου κρυφά ή με δυσκολία.