εκθλίβω

From LSJ

Ζήτει γυναῖκα σύμμαχον τῶν πραγμάτων → Quaere adiuvamen rebus uxorem tuis → Als Partnerin im Leben such dir eine Frau

Menander, Monostichoi, 199

Greek Monolingual

(AM ἐκθλίβω)
1. συμπιέζω και αφαιρώ τον χυμό, στίβω σταφύλια, φρούτα κ.λπ.
2. γραμμ. αποβάλλω φθόγγο ή δίφθογγο στο τέλος λέξεων, όταν η επόμενη λέξη αρχίζει από φωνήεν ή δίφθογγο
αρχ.-μσν.
διώχνω κάποιον από τη θέση του, εξωθώ
αρχ.
παθ. συνωστίζομαι.