εκκλύζω

From LSJ

ἑτέρως ἠδύνατο βέλτιον ἢ ὡς νῦν ἔχει κατεσκευάσθαι → otherwise they could have been constructed better than they are now (Galen, On the use of parts of the body 4.143.1 Kühn)

Source

Greek Monolingual

ἐκκλύζω (Α)
1. καθαρίζω με πλύσιμο, ξεπλένω
2. (για υπονόμους) διοχετεύω ακαθαρσίες
3. εκβράζω, ρίχνω στην ξηρά
4. ρέω άφθονα.