ἑτέρως ἠδύνατο βέλτιον ἢ ὡς νῦν ἔχει κατεσκευάσθαι → otherwise they could have been constructed better than they are now (Galen, On the use of parts of the body 4.143.1 Kühn)
ἐκκλύζω (Α)
1. καθαρίζω με πλύσιμο, ξεπλένω
2. (για υπονόμους) διοχετεύω ακαθαρσίες
3. εκβράζω, ρίχνω στην ξηρά
4. ρέω άφθονα.