ελαίωση

From LSJ

Ἐχθροῖς ἀπιστῶν οὔποτ' ἂν πάθοις βλάβην → Minus dolebis, quo hostibus credes minus → Dem Feind misstrauend bleibst von Schaden du verschont

Menander, Monostichoi, 164

Greek Monolingual

η (Α ἐλαίωσις)
νεοελλ.
1. χρίση, επάλειψη με λάδι, λάδωμα
2. ναυτ. η αναταραχή τών υδάτων προς το προσήνεμο του πλοίου που ελαττώνει την ταχύτητά του περιμένοντας βελτίωση του καιρού
αρχ.
1. θεραπεία με λάδι
2. (αλχημ.) μετατροπή της συστάσεως ενός σώματος σε ελαιώδη.