Θνητὸς πεφυκὼς τοὐπίσω πειρῶ βλέπειν → Homo natus id, quod instat, ut videas, age → Als sterblich Wesen mühe dich zu seh'n, was folgt
η (Α ἐλαίωσις)
νεοελλ.
1. χρίση, επάλειψη με λάδι, λάδωμα
2. ναυτ. η αναταραχή τών υδάτων προς το προσήνεμο του πλοίου που ελαττώνει την ταχύτητά του περιμένοντας βελτίωση του καιρού
αρχ.
1. θεραπεία με λάδι
2. (αλχημ.) μετατροπή της συστάσεως ενός σώματος σε ελαιώδη.