εμβριθής

From LSJ

Ὑφ' ἡδονῆς ὁ φρόνιμος οὐχ ἁλίσκεται → Sapiens non capitur deliciarum retibus → Der Weise wird nicht von der Lust gefangen gesetzt

Menander, Monostichoi, 518

Greek Monolingual

-ές (AM ἐμβριθής, -ές)
πολύ μελετημένος, περισπούδαστος, βαθυστόχαστος
αρχ.
1. (για ήχο) βαθύς, δυνατός
2. ισχυρός, δυνατός
3. σταθερός, ατάραχος
4. (για κακό) λυπηρός
5. ενοχλητικός, φορτικός
6. (για πρόσ.) βίαιος, ευέξαπτος
7. το ουδ. ως ουσ. τὸ ἐμβριθές
η εμβρίθεια.