εμφυτευτήριο
ὥσπερ σελήνη γ' ἡλίῳ· τὴν μὲν χρόαν ἰδεῖν ὁμοιόν ἔστι θάλπει δ' οὐδαμῶς → like the moon to the sun: its color is similar to the eye, but it does not give off any heat
Greek Monolingual
το
κυλινδρικό ξύλο με αιχμηρή άκρη που χρησιμοποιείται για το άνοιγμα λάκων για φύτευση, το φυτευτήρι.
Translations
dibble
Catalan: plantador; Czech: sázecí kolík; Danish: plantepind, plantestok; Dutch: pootijzer, pootstok; English: dibble, dib, dibber; Finnish: istutuspuikko; French: plantoir; Galician: plantador; German: Pflanzholz, Setzholz; Greek: εμφυτευτήριο, φυτευτήριο, φυτευτήρι; Ancient Greek: βωλοστρόφιον, ἐμβολεύς; Irish: stibhín; Italian: piantatoio; Laboya: kanyakka; Latin: pastinum; Macedonian: колче; Maori: kōkotaia; Norwegian Bokmål: plantepinne; Polish: sadzak; Spanish: plantador; Welsh: tyllwr