εναπόθεση
From LSJ
φωνὰ τύ τίς ἐσσι καὶ οὐδὲν ἄλλο → it's all voice you are, and nothing else | it's all voice ye are, and nought else
Greek Monolingual
η (Α ἐναπόθεσις)
η απόθεση σ' έναν τόπο, εναποθήκευση, συσσώρευση, κατάθεση
νεοελλ.
οι γεώδεις ύλες και τα άλατα που κάθονται πάνω στην εσωτερική επιφάνεια του ατμολέβητα.