ενδεκάμηνος
From LSJ
ἀλλήλων τὰ βάρη βαστάζετε, καὶ οὕτως ἀναπληρώσετε τὸν νόμον τοῦ Χριστοῦ → bear each other's burdens, and in that way fulfill the anointed King's Law (Galatians 6:2)
Greek Monolingual
-η, -ο (AM ἑνδεκάμηνος, -ον)
(για νεογνά ζώων) αυτός που γεννιέται μετά από κύηση ένδεκα μηνών
νεοελλ.
1. αυτός που έχει ηλικία ένδεκα μηνών («ενδεκάμηνο βρέφος»)
2. αυτός που διαρκεί ένδεκα μήνες («ενδεκάμηνη προθεσμία»)
3. αυτός που χορηγείται για ένδεκα μήνες («ενδεκάμηνη άδεια»)
4. το ουδ. ως ουσ. το ενδεκάμηνο
χρονικό διάστημα ένδεκα μηνών.