ενοικιοστάσιο

From LSJ

οἴνῳ τὸν οἶνον ἐξελαύνεινchase out the wine with wine, take a hair of the dog that bit you, try to drive out the wine with wine

Source

Greek Monolingual

το
νόμος που καθορίζει τα σχετικά με τις μισθώσεις αστικών κτημάτων ζητήματα και που μπορεί να επιβάλει αναγκαστική για τον εκμισθωτή παράταση της μισθωτικής σχέσεως και μετά τη λήξη του καθορισμένου με τη μίσθωση χρόνου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ενοίκιο + -στάσιο < ίστημι (πρβλ. βουστάσιο, κλιμακοστάσιο κ.ά.)].