ενορχήστρωση

From LSJ

τῶν δ᾽ ὀρθουμένων σῴζει τὰ πολλὰ σώμαθ᾽ ἡ πειθαρχία → But of those who make it through, following orders is what saves most of their lives (Sophocles, Antigone 675f.)

Source

Greek Monolingual

η
1. η κατανομή τών φθόγγων μιας μουσικής σύνθεσης στα, όργανα τα οποία θα τήν εκτελέσουν
2. ο αρμονικός συνδυασμός τών διαφόρων μερών της ορχήστρας.
[ΕΤΥΜΟΛ. Απόδοση στα Ελληνικά ξεν. όρου (πρβλ. αγγλ. orchestration, instrumentation). Η λ. μαρτυρείται από το 1889 στην εφημερίδα Εφημερίς].