ενυπάρχω

From LSJ

Ὥσπερ οἱ ἐρωτικοὶ ἀπὸ τῶν ἐν αἰσθήσει καλῶν ὁδῷ προϊόντες ἐπ' αὐτὴν καταντῶσι τὴν μίαν τῶν καλῶν πάντων καὶ νοητῶν ἀρχήν → Just as lovers systematically leave behind what is fair to sensation and attain the one true source of all that is fair and intelligible

Source

Greek Monolingual

(AM ἐνυπάρχω)
1. υπάρχω κάπου, υπάρχω μέσα σε κάτι
2. είμαι έμφυτος, συμφυής
αρχ.-μσν.
1. βρίσκομαι σε μια κατάσταση
2. (γ' πρόσ.) ἐνυπάρχει
υπάρχει κάτι μέσα σε κάποιον
3. υπάρχω πραγματικά
4. περιβάλλομαι
αρχ.
(λογ.) περιλαμβάνομαι, περιέχομαι.