εξαχρείωση
From LSJ
Φίλιππον ἐπιστῆσαι τοῖς πράγμασι τούτοις → let Philip have a hand in the business, surrender control to Philip
Greek Monolingual
η
η αλλοίωση των ηθών, τών ανθρώπων κ.λπ. ώστε να καταστούν αχρεία, η διαφθορά («ηθική, πολιτική εξαχρείωση»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < εξαχρειώνω. Η λ. στον λόγιο τ. εξαχρείωσις μαρτυρείται στον Ικέσιο Λάτρη].