εξευρίσκω

From LSJ

Ὡς ἡδὺ δούλῳ δεσπότου χρηστοῦ τυχεῖν → Quam dulce servo lenem herum nanciscier → Wie froh macht einen Sklaven doch ein guter Herr

Menander, Monostichoi, 556

Greek Monolingual

(AM ἐξευρίσκω) ευρίσκω
επινοώ, εφευρίσκω («ἀριθμὸν ἔξοχον σοφισμάτων ἐξευρίσκων», Αισχύλ.)
νεοελλ.
εξοικονομώ μετά από αναζήτηση
αρχ.
1. ανακαλύπτω («εἴ ποθεν ἐξεύροι», Ομ. Ιλ.)
2. αναζητώ και βρίσκω
3. αποκτώ
4. παρέχω
5. ερευνώ.