εξιώμαι

From LSJ

οὐ γὰρ ἂν τό γε πραχθὲν ἀγένητον θείη → since he cannot make what was done as though it had not come to pass

Source

Greek Monolingual

ἐξιῶμαι, -άομαι (Α)
1. θεραπεύω εντελώς
2. αποκαθιστώ, επανορθώνω
3. αποτρέπω («πόλεως ἅλωσιν ἐξιώμενος», Ευρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < εξ + ιώμαι «θεραπεύω»].