εξομματώ

From LSJ

Ἰσχυρὸν ὄχλος ἐστίν, οὐκ ἔχει δὲ νοῦν → Plebs nempe res est valida, sed mentis carens → Des Volkes Masse hat zwar Macht, doch fehlt Vernunft

Menander, Monostichoi, 265

Greek Monolingual

ἐξομματῶ, -όω (Α)
1. κάνω κάποιον να δει, του ανοίγω τα μάτια
2. διασαφώ
3. τυφλώνω, βγάζω τα μάτια
4. ξεματιάζω τα κουκιά, αφαιρώ τη σκληρή μαύρη ουλή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < εξ + ομματώ (< όμμα)].