Ἰσχυρὸν ὄχλος ἐστίν, οὐκ ἔχει δὲ νοῦν → Plebs nempe res est valida, sed mentis carens → Des Volkes Masse hat zwar Macht, doch fehlt Vernunft
ἐξομματῶ, -όω (Α)1. κάνω κάποιον να δει, του ανοίγω τα μάτια2. διασαφώ3. τυφλώνω, βγάζω τα μάτια4. ξεματιάζω τα κουκιά, αφαιρώ τη σκληρή μαύρη ουλή.[ΕΤΥΜΟΛ. < εξ + ομματώ (< όμμα)].