εξοστρακισμός
From LSJ
Ἴσον ἐστὶν ὀργῇ καὶ θάλασσα καὶ γυνή → Mulier et mare sunt isdem plane moribus → In ihrem Naturell sind Frau und Meerflut gleich
Greek Monolingual
ο (AM ἐξοστρακισμός)
1. η εξορία κάποιου με οστρακισμό, με αναγραφή δηλ. του ονόματος πάνω σε όστρακο σε συνέλευση της εκκλησίας του δήμου
2. εκδίωξη, απομάκρυνση.