επαινώ

From LSJ

Ὡς ἡδὺ δούλῳ δεσπότου χρηστοῦ τυχεῖν → Quam dulce servo lenem herum nanciscier → Wie froh macht einen Sklaven doch ein guter Herr

Menander, Monostichoi, 556

Greek Monolingual

(AM ἐπαινῶ, ἐπαινέω) αινώ
1. επιδοκιμάζω, εγκρίνω, συμφωνώ («ὧς ἔφατ' Ἀτρεΐδης, ἐπὶ δ' ἤνεον ἄλλοι Ἀχαιοί», Ομ. Ιλ.)
2. εκφράζομαι επαινετικά για κάποιον («ἐπαινέσω τῆς συνέσεως», Πλούτ.)
μσν.- νεοελλ.
(η μτχ. παθ. παρακμ. ως επίθ.) (ε)παινεμένος
1. ξακουστός, φημισμένος («να δείξου τὰ καμώματα ὅλοι τὰ παινεμένα», Ερωτόκρ.)
2. επαινετικός
μσν.
1. μακαρίζω («παινέσετε, ἔθνη, τὸν λαόν του», Πεντ.)
3. μέσ. καμαρώνω, καυχιέμαι
αρχ.-μσν.
(για το θείο) δοξάζω, υμνώ («ἐπαινέσατε αὐτὸν (τὸν Κύριον) πάντες οἱ λαοί», ΠΔ)
αρχ.
1. (με δοτ. προσ.) παραδέχομαι, συμμερίζομαι τη γνώμη κάποιου («Ἕκτορι μὲν γὰρ ἐπήνεσαν κακὰ μητιόωντι», Ομ. Ιλ.)
2. (ειδ.) παραιτούμαι από κάτι ευχαριστώντας ευγενικά
3. τρέφω φιλικά αισθήματα για κάποιον
4. εγκωμιάζω δημόσια
5. υπόσχομαι, δίνω ελπίδες
6. συμβουλεύω.