επακολούθημα

From LSJ

Εὐδαίμονες οἷσι κακῶν ἄγευστος αἰών → Blessed are those whose lives have no taste of suffering

Sophocles, Antigone, 583

Greek Monolingual

το (Α ἐπακολούθημα) επακολουθώ
ό,τι επακολουθεί, συνέπεια, αποτέλεσμα, επακόλουθο
αρχ.-μσν.
δευτερεύουσα σκέψη.