επακολούθημα
From LSJ
Greek Monolingual
το (Α ἐπακολούθημα) επακολουθώ
ό,τι επακολουθεί, συνέπεια, αποτέλεσμα, επακόλουθο
αρχ.-μσν.
δευτερεύουσα σκέψη.
το (Α ἐπακολούθημα) επακολουθώ
ό,τι επακολουθεί, συνέπεια, αποτέλεσμα, επακόλουθο
αρχ.-μσν.
δευτερεύουσα σκέψη.