επανακλίνω

From LSJ

ἄπαγ' ἐς μακαρίαν ἐκποδών → get lost, buzz off, on yer bike, bug off, bugger off, clear out, clear off, take a hike, beat it, scram, get out of here, get outta here

Source

Greek Monolingual

ἐπανακλίνω (Α)
1. κατακλίνω κάποιον, τον ξαπλώνω πάνω σε κάτι
2. ιατρ. κατευθύνω τη μία βαλβίδα της καρδιάς προς την άλλη
3. κατευθύνω πίσω, οδηγώ πίσω, παίρνω πίσω κάτι που έδωσα.