επαρκώ

From LSJ

Ῥύου δὲ σαυτὸν παντὸς ἐκ φαύλου τρόπου → Ex omni more malefico tete eruas → Bewahre dich vor jeder üblen Lebensart

Menander, Monostichoi, 473

Greek Monolingual

(AM ἐπαρκῶ, -έω) αρκώ
είμαι αρκετός, είμαι αρκετά ικανός σε κάτι, αρκώ, φθάνω
(«τα τρόφιμα δεν επαρκούν»)
αρχ.
1. αποκρούω, αποτρέπω, αποσοβώ κάτιοὐδέ τι οἱ τὸ γ' ἐπήρκεσε λυγρὸν ὄλεθρον», Ομ. Ιλ.)
2. (με δοτ. ή αιτ. προσ.) βοηθώ, υποστηρίζω («ἐπήρκουν τοῖς δεομένοις τῶν φίλων», Αριστοφ.)
3. χορηγώ, παρέχω, μεταδίδω, προμηθεύω («πᾶσιν ἀφθόνως ἐπήρκει τῶν ἑαυτοῦ», Ξεν.)
4. εφοδιάζω με κάτι.