ἔνθα οὐκ ἔστι πόνος, οὐ λύπη, οὐ στεναγμός, ἀλλὰ ζωὴ ἀτελεύτητος → where there is no pain, no sorrow, no sighing, but life everlasting
ἐπεκτρέχω (Α)
1. τρέχω έξω εναντίον κάποιου («ἐπεκδραμόντες πελτασταῖς ἐκ τοῦ ἐπὶ Λέχαιον τείνοντος τείχους», Ξεν.)
2. κάνω επιδρομή, εισβάλλω.